κορφολογώ

κορφολογώ
-άω και κορυφολογώ, -έω (Μ κορυφολογῶ, -έω) [κορφολόγος]
νεοελλ.
1. κάνω κορφολόγημα) «μια κόρη ρόδα εμάζευε κι αθούς εκορφολόγα», δημ. τραγούδι)
2. χαϊδεύω ερωτικά κοπέλα
μσν.
επιλέγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορφολογώ — κορφολογώ, κορφολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κορφολογάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κορφολογώ — και κορφολογάω κόβω και συλλέγω τις κορυφές των φυτών, βλαστολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορφολογάω — / κορφολογώ (παρατατ. συνήθως ούσα), κορφολόγησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. κορφολογώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ακορφολόγητος — η, ο [κορφολογώ] αυτός που δεν κορφολογήθηκε, που δεν τού έκοψαν τις κορυφές τών βλαστών του …   Dictionary of Greek

  • ακρολογώ — (Α ἀκρολογῶ, έω) συλλέγω τις κορυφές τών βλαστών, κορφολογώ νεοελλ. 1. καθαρίζω τις άκρες τού αγρού από τους θάμνους ή τα αγριόχορτα 2. αφαιρώ τα εμπόδια, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρολόγημα] …   Dictionary of Greek

  • ακροτομώ — ἀκροτομῶ ( έω) (Α) [*ἀκροτόμος] 1. κόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω 2. (για θερισμό) κορφολογώ, κλαδεύω …   Dictionary of Greek

  • κορυφολογώ — (Μ κορυφολογῶ, έω) βλ. κορφολογώ …   Dictionary of Greek

  • κορφολόγημα — και κορυφολόγημα, το (γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση τής καρποφορίας, στην επιτάχυνση τής συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για… …   Dictionary of Greek

  • κρανοκοπώ — κρανοκοπῶ, έω (Α) κόβω τις κορυφές, κορφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρᾶνον (βλ. λ. κρανίον) + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. αργυρο κοπώ, πετρο κοπώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”